πονηρευμα

πονηρευμα
    πονήρευμα
    -ατος τό дурной поступок Dem.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πονηρευμα" в других словарях:

  • πονήρευμα — villainies neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πονήρευμα — ατος, το, ΝΑ, και πονήρεμα Ν [πονηρεύω / πονηρεύομαι] (κυρίως στον πληθ.) τα πονηρεύματα πανούργο τέχνασμα, πονηρή πράξη, κατεργαριά αρχ. ιατρ. κακή ψυχική διάθεση ή φυσική κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • πονηρευμάτων — πονήρευμα villainies neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πονηρεύμασι — πονήρευμα villainies neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πονηρεύμασιν — πονήρευμα villainies neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πονηρεύματα — πονήρευμα villainies neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πονηρεύματι — πονήρευμα villainies neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πονηρεύματος — πονήρευμα villainies neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πονηρεύματ' — πονηρεύματα , πονήρευμα villainies neut nom/voc/acc pl πονηρεύματι , πονήρευμα villainies neut dat sg πονηρεύματε , πονήρευμα villainies neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σικανός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Συρακούσιος στρατηγός, που πήρε μέρος εναντίον των Αθηναίων στην εκστρατεία της Σικελίας. Αρχικά οι Συρακούσιοι τον είχαν στείλει με δεκαπέντε πλοία στον Ακράγαντα, όπου είχε γίνει στάση, για να επαναφέρει την πόλη… …   Dictionary of Greek

  • σκάνος — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «αἰτία, κώλυμα» 2. (κατά τον Γαλ.) «πονήρευμα ἐνεδρευτικόν, αἴτιον κεκρυμμένον». τὸ, Α (δωρ. τ.) βλ. σκήνος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»